Ο Εφιάλτης

1
Εκείνη την περίοδο είχε έρθει από το χωριό η γιαγιά και ο παππούς μου. Τους είχα παραχωρήσει το δωμάτιο μου και κοιμόμουν στον καναπέ-κρεβάτι που έχουμε στο σαλόνι. Το σκηνικό έχει ως εξής. Στο σαλόνι έχουμε ένα cd player με 5 cdιέρες. Έβαζα λοιπόν κάθε βράδυ είτε ραδιόφωνο, είτε 5 cds μέσα και έβαζα πρόγραμμα κάποια τραγούδια να παίξουν (έπαιζε το πρόγραμμα μέχρι το πρωί). Πέφτω να κοιμηθώ λοιπόν εκείνο το βράδυ έχοντας φτιάξει το πρόγραμμα μου και βλέπω το εξής όνειρο.
 Ήμουν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι σε ένα σχετικά μικρό δωμάτιο. Το κρεβάτι μου ήταν απέναντι από την πόρτα και υπήρχε και ένα δεύτερο κρεβάτι στο δωμάτιο δίπλα από την πόρτα. Ήμουν ανασηκωμένος και ακουμπούσα στους αγκώνες μου και στο άλλο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος κάποιος άλλος. Το κεφάλι του ήταν από την πλευρά της πόρτας και κοιτούσε προς τα μένα. Ήταν κ αυτός ανασηκωμένος και μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Από την πόρτα έμπαινε άπλετο λευκό φως και δεν μπορούσες να δεις εξαιτίας του τίποτα από έξω. Ήξερα ότι ήμουν σε όνειρο. Το διαισθανόμουν. Θυμάμαι να του λέω το εξής. «το ξέρεις ότι μπορώ να σε εξαφανίσω;» και μετά είπα κάτι σαν ξόρκι, σαν προσευχή. Και με την μία εξαφανίζεται το άλλο άτομο. Ένοιωσα εκείνη την στιγμή μια ευφορία. Μια δύναμη μέσα μου ότι μπορούσα να κάνω οτιδήποτε.
 Να πω εδώ ότι μόλις ξύπνησα μετά το όνειρο μου θυμόμουν τι του είχα πει. Θυμάμαι ότι ήταν ένα πάρα πολύ όμορφο τετράστιχο που και εγώ ο ίδιος αναρωτήθηκα μα πως το επινόησα αυτό μες στον ύπνο μου. Δυστυχώς το πρωί που ξαναξύπνησα δεν θυμόμουν ούτε γραμμή από το τετράστιχο αυτό αλλά μόνο ότι ήταν καταπληκτικό.
Στην θέση του εμφανίστηκε από το πουθενά ένα άλλο άτομο. Καθόταν ακριβώς όπως καθόταν ο πρώτος αλλά σε αντίθεση με τον άλλον, το πρόσωπο του φαινόταν μαύρο. Μια σκιά. Δεν διέκρινες τίποτα από το πρόσωπο του άσχετα αν έμπαινε τόσο φως από την πόρτα. Τον ακούω να γελάει και να μου λέει «νομίζεις ότι μπορείς να το κάνεις αυτό και σε μένα; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», λέω πάλι εκείνο το τετράστιχο και δεν γίνεται τίποτα. Γελάει πάλι αυτός και με ξαναρωτάει με περισσότερη έμφαση «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Τότε λέει αυτός κάτι σαν προσευχή κάτι σαν το δικό μου και ξαφνικά νοιώθω τα πόδια μου να κόβονται και πετάγομαι από τον ύπνο μου. Πετάχτηκα τόσο πολύ που βρέθηκα σχεδόν καθιστός στα κατωπόδαρα του κρεβατιού. Ακριβώς εκείνη την στιγμή ακούω από το ράδιο την λέξη Lucifer. Περιττό να σας πω ότι χέστηκα πάνω μου. Το πρόγραμμα που είχα βάλει είχε διάρκεια περίπου 5 ώρες. Από όλα τα τραγούδια μόνο σε ένα ακουγόταν η λέξη Lucifer 2 φορές αν δεν απατώμαι. Πληροφοριακά το τραγούδι είναι Ιced Εarth – Danteʼs inferno.
Από εκείνη την νύχτα δεν ξαναείχα lucid dreaming ποτέ μου και για ένα πολύ μεγάλο διάστημα (περίπου 4 χρόνια αν δεν απατώμαι) δεν θυμάμαι να έβλεπα όνειρο και ακόμα και αν έβλεπα, το πρωί το είχα ξεχάσει.

Ο Θρύλος του δαίμονα

0

Τοποθεσία:Γραφικό χωριό της Βορείου Ελλάδας και συγκεκριμένα Μακεδονίας.
Σκηνικό:Υπάρχει ο θρύλος ότι εμφανίζεται κάποιος δαίμονας σε παρέες.Μια παρέα δύο ατόμων λοιπόν, δεν δίνει σημασία και μια νύχτα με αεράκι οι δυο φίλοι ξεκινάνε για μια βόλτα με το αυτοκίνητο ενώ διακομωδούν τον εν λόγω θρύλο λέγοντας για γεροντίστικες ******ίες.Περνάνε από το εν λόγω σημείο ώρα λίγο μετά τη 1.Ξαφνικά ο οδηγός θέλοντας να κάνει πλάκα στο φίλο του,του λέει ότι πίσω τυς έχει εμφανιστεί ο δαίμονας και με σοβαρό και έντρομο ύφος,του λέει ότι δεν πρέπει να γυρίσει να δει. Όπως ήταν φυσικό,ο φίλος του γυρνάει,κοιτάει, βγάζει μια κραυγή και γυρνάει μπροστά του χωρίς να ξαναμιλήσει. Ο οδηγός τώρα,ενώ νόμιζε ότι ο φίλος του απλά συνεχίζει την πλάκα μετά από ένα σημείο αρχίζει και ανησυχεί. όταν σιγουρεύεται ότι ο φίλος του δεν του κάνει πλάκα και ότι δεν πρόκειται να του μιλήσει,αποφασίζει να κοιτάξει με τον καθρέφτη στις πίσω θέσεις(όπως έλεγε και ο θρύλος ότι εμφανιζόταν) και με τρόμο αντικρύζει δύο φλεγόμενα κόκκινα μάτια να τον κοιτάζουν.Με μεγάλη ταραχή,καταφέρνει να οδηγήσει το αυτοκινητό του στο εκκλησάκι του χωριού,στου οποίου το προάβλιο παραμένει μέχρι το πρωί μέσα στο αυτοκίνητό του με την παρέα του αποσβολομένου φίλου του και τα δυο φλεγόμενα μάτια. Το πρωί που εξαφανίστηκαν τα μάτια και ήρθαν οι παπάδες,μπήκε μέσα στην εκκλησία και έμεινε για ώρες εκεί ενώ ο φίλος του δεν ξαναμίλησε ποτέ και δεν αντιδρά στο περιβάλλον..

Ο Περίεργος Άντρας

0

Μια μέρα έκανα κατασκήνωση με 3 φίλες μου, την Μαρία, την Γαβριέλα και την Ιώ. Είχαμε πάει σε ένα τρομαχτικό δάσος πολύ μακριά από το σπίτι μας. Έτσι όπως κοιμόμασταν είχε σβήσει η φωτιά και εγώ με την Ιώ πήγαμε να δούμε τι έγινε. Ξαφνικά ακούσαμε την Μαρία να φωνάζει κορίτσια ΑΑΑ, και τρέχαμε να την βρούμε και δεν ήταν στην σκηνή, και εγώ και η φίλη μου είχαμε τρομάξαμε. Δεν ξέραμε που πήγε και την πήραμε τηλέφωνο. Χτύπησε 2-3 φορές και το σήκωσε. Εγώ είπα, «Μαρία ακούς;» και ακούσαμε σαν κάποιον να ανάπνεε και ξαφνικά κάτι ψιθύρισε και ακούσαμε να λέει «τσσς». Εγώ και η Ιώ ανοίξαμε την ακρόαση και ακούσαμε κάποιον να φώναξε «ΤΩΩΡΑΑΑΑΑ». Εμείς τρομάξαμε γιατί η φωνή ήταν άγρια και χοντρή. Μετά όταν ξημέρωσε πήγαμε μέσα στο δάσος να βρούμε την Μαρία και την βρήκαμε πάνω σε έναν βράχο ξαπλωμένη. Όταν φτάσαμε και την βρήκαμε τα νύχια της είχανε σαν αίμα, και εγώ την ρώτησα τι έγινε και μου είπε ότι είδε ένα άντρα που το ένα του μάτι έλειπε και ήτανε κάπως καφέ. Εμείς μετά τρομάξαμε και φύγαμε και πήγαμε σε μία εκκλησία και μας είπανε πως αυτό το μέρος παλιά ήταν καταραμένο.

Ο Τράγος

1
H γιαγιά μου κάποτε μου είχε πει μια ιστορία για τον πατέρα της με έναν τράγο. Ο προπάππος μου μόλις είχε τελειώσει η κατοχή κι ενώ η Αθήνα ήταν ακόμα χωριό κι όχι η γνωστή τσιμεντούπολη που όλοι γνωρίζουμε, γυρνώντας από την δουλεία στο σπίτι βλέπει μπροστά του έναν τράγο. Ήξερε πως κανένας γείτονας δεν είχε στην κατοχή του κάποιον τράγο και σκέφτηκε ότι από κάπου θα είχε φύγει και βρέθηκε στην περιοχή. Μην γνωρίζοντας σε ποιον ανήκει είπε να τον πάρει, αλλά την ώρα που πλησίασε τον τράγο για να τον πάρει τον είδε να αλλάζει και να γίνεται κάτι σαν άνθρωπος με κέρατα και πόδια τράγου.
Μόλις κατάλαβε τι ήταν αυτό, ο προπάππος το έβαλε στα πόδια κι αυτό άρχισε να τον κυνηγάει. ο προπάππος πρόλαβε να μπει στο σπίτι του και ζήτησε από τα παιδιά του και την γυναίκα του να κλειδαμπαρώσουν όλες τις πόρτες και τα παράθυρα. Τότε όλες οι πόρτες και τα παράθυρα άρχισαν να τρέμουν με βροντές και ακούστηκε μια φωνή, «βγες έξω, είσαι δικός μου», βλασφημίες και άλλα τέτοια. Η προγιαγιά μου και τα παιδιά τα έχασαν, Ο προπάππος μου τους εξήγησε τι είχε γίνει και η προγιαγιά μου κατάλαβε έτσι πήρε λιβάνι και λιβάνισε όλο το σπίτι και προσευχήθηκε σε μια εικόνα της Παναγίτσας που είχε για να φύγει το κακό. Μέτα από λίγο οι βροντές και οι φωνές σταμάτησαν και όλα ηρέμησαν.